-
1 κηλέω
A charm, bewitch, beguile, esp. by music,κόρην ὕμνοισι E.Alc. 359
; ;κηλῶν τῇ φωνῇ ὥσπερ Ὀρφεύς Id.Prt. 315a
, cf.Luc.Ind.12; οὕτως ἐκήλει, of Pericles as an orator, Eup.94.6; ἐπᾴδων κ. charm by incantation, Pl.Phdr. 267d; τῷ με κηλήσεις τρόπῳ; Achae.17.2; of bribery, Theopomp.Com.30:—[voice] Pass.,κηλεῖται ἀοιδαῖς Archil.
ap. Phld.Mus. p.20 K., cf. Pi.Dith.2.22; ;ὑπὸ δώρων κηλούμενος Id.Lg. 885d
;ὑφ' ἡδονῆς κηληθείς Id.R. 413c
;ἐφ' οἷς κατορθώσαντες εὐφρανθήσονται, τούτοις κεκήληνται Aeschin.1.191
;παρὰ ταῖς Σειρῆσιν Arist.EE 1230b35
: rarely in good sense,παιδείᾳ τὸν νοῦν κηληθείς Pl.Ep. 333c
.
См. также в других словарях:
κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… … Dictionary of Greek